κιναιδία — κιναιδία, ἡ (Α) [κίναιδος] 1. κιναιδεία* 2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά … Dictionary of Greek
κιναιδίᾳ — κιναιδίαι , κιναιδία fem nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδία fem dat sg (attic doric aeolic) κιναιδίαι , κιναιδίας masc nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδίας — κιναιδίᾱς , κιναιδία fem acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδία fem gen sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδίαν — κιναιδίᾱν , κιναιδία fem acc sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱν , κιναιδίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κιναιδίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek