κιναιδία

κιναιδία
κιναιδίᾱ , κιναιδία
fem nom/voc/acc dual
κιναιδίᾱ , κιναιδία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
κιναιδίᾱ , κιναιδίας
masc nom/voc/acc dual
κιναιδίας
masc voc sg
κιναιδίᾱ , κιναιδίας
masc voc sg (attic)
κιναιδίᾱ , κιναιδίας
masc gen sg (doric aeolic)
κιναιδίας
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κιναιδία — κιναιδία, ἡ (Α) [κίναιδος] 1. κιναιδεία* 2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • κιναιδίᾳ — κιναιδίαι , κιναιδία fem nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδία fem dat sg (attic doric aeolic) κιναιδίαι , κιναιδίας masc nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδίας — κιναιδίᾱς , κιναιδία fem acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδία fem gen sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδίαν — κιναιδίᾱν , κιναιδία fem acc sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱν , κιναιδίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κιναιδίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”